- θηρώ
- θηρῶ, -άω (Α)1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω κάτι, ζητώ να καταστρέψω κάτι («θηρῶ πόλιν» — ζητώ να καταστρέψω την πόλη, Αισχύλ.)6. πλησιάζω να επιτύχω αυτό που θέλω («ἥμαρτον ἢ θηρῶ τι;» — απέτυχα ή πλησιάζω να επιτύχω το ζητούμενο; Αισχύλ.)7. (η μτχ. μέσ. ενεστ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ θηρώμενοιοι κυνηγοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ.ΠΑΡ. θήραμα [πιθ. και θήρα βλ. λ.]αρχ.θηρατήρ, θηρατής, θηρατός, θήρατρον, θηράτωρ.ΣΥΝΘ. διαθηρώ, προθηρώ, συνθηρώ].
Dictionary of Greek. 2013.